-
1 εξαμειβω
1) менять(ся)ἄλλην ἄλλοτε χρόαν ἐ. Plut. — меняться в цвете
2) тж. med. сменять друг друга, чередоватьсяφόνῳ φόνος ἐξαμείβων Eur. — убийство, следующее за убийством, т.е. непрерывный ряд убийств;
ἔργου ἔργον ἐξημείβετο Eur. — одна работа сменяла другую, т.е. работа кипела3) оставлять, покидать4) проходить, проезжать, миновать(ἅλιον πρῶνα Aesch.; Δίρκης ὕδωρ Eur.; Μακεδονίαν Xen.)
5) уходить(χωρὴς ὀμμάτων τινός Eur.)
6) med. возмещать, воздавать, карать(κακαῖς ποιναῖς τινα Aesch. - v. l. к ἀνταμείβεσθαι)
-
2 ἐξαμείβω
A exchange, alter, σαρκὸς ἐξαμείψασαι τρόμον having put away fear from one, E.Ba. 607 (troch.);ἄλλην ἄλλοτε χρόαν Plu.2.590c
:—[voice] Med., exchange places with, i. e. take the place of, ἔργου δ' ἔργον ἐξημείβετο one labour came hard upon another, E.Hel. 1533.2 intr. in [voice] Act.,φόνῳ φόνος ἐξαμείβων Id.Or. 816
(lyr.).II of Place, change one for another, pass over, c. acc., A.Pers. 130 (lyr.), E.Ph. 131; soἐξαμείψας Μακεδονίαν εἰς Θετταλίαν ἀφίκετο X.Ages.2.2
: abs., withdraw, depart, E.Or. 272:—so in [voice] Med., pass,διά τινος Id.Fr.781.45
;τηνεῖ πρὸς τὴν σχοῖνον ἐξαμείβεο APl.4.255
.III [voice] Med., requite, repay,τινὰ ποιναῖς A.Pr. 225
(v.l. ἀντημείψατο).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαμείβω
См. также в других словарях:
εξαμείβω — ἐξαμείβω (AM) [αμείβω] 1. αλλάζω, μεταβάλλω («ἐξαμειβούσης ἄλλην ἄλλοτε χρόαν», Πλούτ.) 2. μεσ. παίρνω τη θέση άλλου («ἔργου δ ἔργον ἐξημείβετο», Ευρ.) 3. διαδέχομαι, ανταλλάσσω («φόνῳ φόνος ἐξαμείβων», Ευρ.) 4. διαβαίνω από έναν τόπο αρχ. 1.… … Dictionary of Greek